- Κυδώνη
- Κύδωνοςfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυδώνη — κυδώνη, ἡ (Μ) ο καρπός τής κυδωνιάς, το κυδώνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τής λ. κυδώνιον)* με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
ДИМИТРИЙ КИДОНИС — ДИМИТРИЙ КИДОНИС (Δημήτριος Κυδώνης) (ок. 1324, Фессалоника ок. 1398, Крит) византийский ученый, государственный деятель, переводчик. Став жертвой восстания зилотов в Фессалонике, примкнул в 1347 к императору Иоанну VI Кантакузину, сделавшему … Философская энциклопедия
Αρκούδιος, Πέτρος — (Κέρκυρα 1562 – Ρώμη 1633). Καθολικός θεολόγος. Σπούδασε στο Ελληνικό Κολέγιο της Ρώμης, που το είχε ιδρύσει το Βατικανό για χάρη των Ελλήνων που είχαν προσηλυτιστεί στο δυτικό δόγμα. Ύστερα από σπουδές δώδεκα ετών ο Α. ανακηρύχθηκε διδάκτορας… … Dictionary of Greek
Λεοντσίνης, Γεώργιος — (Κύθηρα 1941 –). Ιστορικός, πανεπιστημιακός και συγγραφέας. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο πανεπιστήμιο East Anglia της Μεγάλης Βρετανίας, του οποίου αναγορεύτηκε διδάκτορας. Εργάστηκε ως καθηγητής… … Dictionary of Greek
Πλανούδης, Μάξιμος — (Νικομήδεια 1260 – Κωνσταντινούπολη 1310). Βυζαντινός λόγιος και συγγραφέας, από τους κυριότερους εκπροσώπους της λεγόμενης αναγέννησης των Παλαιολόγων. Άγνωστο πού σπούδασε και πώς απέκτησε την αξιοθαύμαστη κλασική του παιδεία και την τέλεια… … Dictionary of Greek